αλαλητό

αλαλητό
αλαλητό, το και αλαλητός, ο
αλαλαγμός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀλάλητο — ἀ̱λάλητο , ἀλάλημαι wander imperf ind mid 3rd sg (doric aeolic) ἀλάλημαι wander imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἀ̱λάλητο , ἀλαλάω make dumb imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱λάλητο , ἀλαλάω make dumb plup ind mp 3rd sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”